Τρίτων
English (LSJ)
[ῑ], ωνος, ὁ,
A Triton, son of Poseidon and Amphitrite, Hes. Th.931, Lyc.887, Plb.7.9.2:—later in plural Τρίτωνες, Tritons, seagods with fishes' or (sts.) with horses' tails, Mosch. 2.123, Paus.9.21.1, etc.
2 the god of the Libyan lake Tritonis, Hdt.4.179, A.R.4.1552.
II a river in Libya, joining the lake Tritonis with the sea, A.Eu.293, Hdt.4.178,191; ποταμὸς Τρίτων, = Νεῖλος, A.R.4.269, cf. Lyc.576, Plin.HN5.53.
2 a mountain-stream in Boeotia, running into lake Copais, Str.9.2.18, Paus.9.33.7.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
Tritôn :
I. n. de divinité :
1 fils de Poséidon, divinité de la mer ; οἱ Τρίτωνες les Tritons;
2 divinité du lac Tritonis;
II. n. géogr. fl. de Libye qui unit le lac Tritonis à la Méditerranée.
Étymologie: v. Τριτογένεια.
Russian (Dvoretsky)
Τρίτων: ωνος (ῑ) ὁ Тритон
1 сын Посидона и Амфитриты, морской бог, преимущ., бог оз. Τριτωνίς в Ливии;
2 река в Ливии, текущая из оз. Τριτωνίς в Средиземное море Her., Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
Τρίτων: [ῑ], -ωνος, ὁ, θαλάσσιος θεός, υἱὸς τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Ἀμφιτρίτης, Ἡσ. Θεογ. 930, κλπ.· ἢ τοῦ Νηρέως, Λυκόφρ. 886· - μεταγεν. ἐν τῷ πληθ. Τρίτωνες, κατώτερον γένος θαλασσίων θεῶν ἐχόντων οὐρὰς ἰχθύων ἢ (ἐνίοτε) ἵππων, Μόσχ. 2. 123, Παυσ. 9. 21, 1, κλπ. 2) ὁ θεὸς τῆς ἐν Λιβύῃ λίμνης Τριτωνίδος, Ἡρόδ. 4. 179, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1552, ἴδε Müller Orchom. σ. 351. ΙΙ. ποταμὸς ἐν Λιβύῃ ἑνώνων τὴν λίμνην Τριτωνίδα μετά τῆς θαλάσσης, Ἡρόδ. 4. 178, 191, Αἰσχύλ. Εὐμ. 293· ποταμὸς Τρίτωνος = Νεῖλος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 269, πρβλ. Λυκόφρ. 576. 2) ὀρεινὸς ποταμὸς ἢ χείμαρρος ἐν Βοιωτία ῥέων εἰς τὴν Κωπαΐδα λίμνην, Στράβ. 407, Παυσ. 9. 33, 7· ἴδε Müller Orchom. σ. 45.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και Τρίτωνας Ν
μυθ. θαλάσσια θεότητα, γιος του Ποσειδώνος και της Αμφιτρίτης, αδελφός της Ρόδης και της Βενθεσικύμης, ο οποίος είχε σώμα ανθρώπινο που κατέληγε σε ουρά ψαριού και κρατούσε ως σύμβολα την τρίαινα, τη θαλάσσια κόγχη και το κουπί
νεοελλ.
1. αστρον. ο μεγαλύτερος από τους γνωστούς δορυφόρους του πλανήτη Ποσειδώνα και ο πλησιέστερος προς αυτόν
2. (ως προσηγορ.) ο τρίτων
ζωολ. α) λόγια ονομασία τών ημιϋδρόβιων ή υδρόβιων αμφίβιων ουροδελών του γένους triturus και μερικών άλλων, πολύ συγγενικών με τις σαλαμάνδρες, από τις οποίες μορφολογικά διακρίνονται από την πλευρικά πεπιεσμένη ουρά τους
β) γένος και γενική ονομασία τών θαλάσσιων γαστεροπόδων της οικογένειας cymatiidae, με σπειροειδές, αυλακωτό ή με εξογκώματα κέλυφος, που χαρακτηρίζεται από πλατιά πρώτη σπείρα και οδοντωτό στόμιο
αρχ.
1. στον πληθ. οἱ Τρίτωνες
κατώτεροι θαλάσσιοι θεοί με ουρά ψαριού ή αλόγου
2. ονομασία ποταμών και χειμάρρων
3. φρ. «ποταμός Τρίτων» — ο Νείλος (Απολλ. Ροδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. Τρίτων φαίνεται να συνδέεται με το όν. Ἀμφι-τρίτη, αφού και στη μυθολογία, άλλωστε, πρόκειται για το όν. της μητέρας του θεού. Κατά μία παλαιότερη άποψη, εξάλλου, ο τ. είχε συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. triath «θάλασσα». Τέλος, είναι πολύ πιθανό οι τ. Τρίτων, Ἀμφιτρίτη να έχουν ασκήσει παρετυμολ. επίδραση στην οικογένεια του τ. Τριτογένεια].
Greek Monotonic
Τρίτων: [ῑ], -ωνος, ὁ,
I. 1. ο Τρίτωνας, θαλάσσιος θεός, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης, σε Ησίοδ.· πληθ. Τρίτωνες, κατώτερο γένος θαλάσσιων θεών, σε Μόσχ.
2. ο θεός της Λιβυκής λίμνης Τριτωνίδας, σε Ηρόδ.
II. ποταμός στη Λιβύη, που ενώνει τη λίμνη Τριτωνίδα με τη θάλασσα, στον ίδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
Τρῑ́των, ωνος, ὁ,
I. Triton, a sea-god, son of Poseidon and Amphitrite, Hes.:—pl. Τρίτωνες, Tritons, a lower race of sea-gods, Mosch.
2. the god of the Libyan lake Tritonis, Hdt.
II. a river in Libya, joining the lake Tritonis with the sea, Hdt., Aesch.
Frisk Etymology German
Τρίτων: (ι), -ωνος
{Trítōn}
Grammar: m.
Meaning: Meergott, Sohn des Poseidon und der Amphitrite (Hes. usw.), später im Plur. Tritonen. Meer- dämonen in Mischgestalt (Mosch., Paus.). Auch Gott des Sees Tritonis in Libyen (Hdt., A. R.), außerdem als N. eines Flusses in Libyen (Hdt., A. u.a.), = Νεῖλος (A. R. u.a.). in Böotien (Str., Paus.).
Derivative: Davon Τριτωνίς f. See in Libyen (Pi., Hdt.), Quelle in Arkadien (Paus.), N. der Athene = Τριτογένεια (A. R.), Tritonfigur (hell. Pap.); -ιον οἶδμα(Orph.); -ίσκος m. kleine Tritonfigur (Delos IIa). Verb ἐντριτωνίζω (Ar. Eq. 1189), scherzhafte Augenblicksbildung vom Mischen des Weins mit Wasser, auf Τριτογενής (= Τριτογένεια) anspielend.
Etymology: Appellativische Bed. unbekannt, mithin ohne Etymologie. Seit langem (Windisch PBBeitr. 4, 268; weitere Lit. bei Bq und WP. 1, 760) mit einem kelt. Wort für Meer, air. triath, Gen. trethan verbunden. Zu dem irrigen Vergleich mit dem ved. Gottesnamen Tritáḥ m. (= aw. PN þrita- mit ĭ gegenüber ι in Τρίτων; vgl. zu τρεῖς) s. Mayrhofer s.v. m. Lit. — Mit Τρίτων hängt offenbar der Name seiner Mutter Ἀμφιτρίτη zusammen (wohl volksetymologisch an ἀμφί angelehnt). Fernzuhalten ist dagegen wahrscheinlich der Beiname der Athene Τριτογένεια (seit Il.; vereinzelt auch Τριτογενής; Kurzname Τριτώ [AP]), der indessen einer sicheren Deutung noch entbehren muß. Nach Kretschmer Glotta 10, 38 ff. (mit Lippold) eig. "die Stammtochter, die echtgeborene, rechtbürtige Tochter (des Zeus)" als Konträrbildung zu den Τριτοπάτορες, "den Stammvätern, den echten Ahnen" (-ι- somit metr. gedehnt); zustimmend Pötscher Gymnasium 70, 529 f. — Über andere Deutungen s. Kretschmer a. O., auch dens. Glotta 12, 214 und 21, 178, v. Wilamowitz Glaube 1, 237 A.1. Weitere Versuche bei Kristensen MAWNied. N. R.I: 4, Budimir Živa Ant. 3, 5ff.
Page 2,933-934
Translations
am: ትሪቶን; ar: ترايتون; be_x_old: Трытон; be: Трытон; bg: Тритон; br: Triton; bs: Triton; ca: Tritó; cs: Triton; da: Triton; de: Triton; el: Τρίτωνας; en: Triton; eo: Tritono; es: Tritón; et: Triton; eu: Triton; fa: تریتون; fi: Triton; fr: Triton; gl: Tritón; he: טריטון; hr: Triton; hu: Tritón; hy: Տրիտոն; id: Triton; it: Tritone; ja: トリートーン; ka: ტრიტონი; ko: 트리톤; la: Triton; lmo: Tritone; lt: Tritonas; nl: Triton; no: Triton; pl: Tryton; pt: Tritão; ro: Triton; ru: Тритон; scn: Trituni; sh: Triton; simple: Triton; sk: Tritón; sl: Triton; sr: Тритон; sv: Triton; th: ไทรทัน; tl: Triton; tr: Triton; uk: Тритон; vi: Triton; war: Triton; wuu: 特里同; zh: 特里同