ηδύνω

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166

Greek Monolingual

ἡδύνω)
1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζωκρόμμυον... οὐ μόνον σῖτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.)
2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο
3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω
4. μέσ. ἡδύνομαι
ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι
αρχ.
θωπεύω, κολακεύω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς.
ΠΑΡ. ήδυσμα
αρχ.
ήδυμος, ηδυντήρ, ηδυντικός, ηδυντός, ηδυσμός].