ήδυσμα
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Greek Monolingual
το (AM ἥδυσμα) ηδύνω
καθετί που παρέχει γλυκύτητα, καθετί που κάνει το φαγητό νόστιμο, άρτυμα, καρύκευμα
(«παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ στόμα λαμβάνων», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
1. καθετί που παρέχει ευχαρίστηση, τέρψη («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. τὰ ἡδύσματα
τα μυρωδικά.