νοστιμίζω

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

1. νοστιμεύω
2. (το μέσ.) νοστιμίζομαι
(μτφ) γίνομαι κομψός, ωραίος.