νοστιμίζω

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

1. νοστιμεύω
2. (το μέσ.) νοστιμίζομαι
(μτφ) γίνομαι κομψός, ωραίος.