Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
επίρρ...
ἡδυφώνως (Μ)
με γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό-φωνος, λιγό-φωνος, ομό-φωνος κ.ά.].