ιππίδιον

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

το (Α ἱππίδιον)
νεοελλ.
1. (υποκορ. του ίππος) μικρός ίππος, ιππάριο, αλογάκι
2.
αρχ.
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σφαιρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].