καιετάεις

Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

καιέτας, καιετός, v. sub καιάδας.

German (Pape)

[Seite 1294] εσσα, εν (vgl. καιάδας, καίατα), reich an Erdschlünden; so las Zenodot. für κητώεσσα (w. m. s.), vgl. Buttm. Lexil. II p. 95. Bei Callim. frg. 224 Beiw. des Eurotas, durch καλαμινθώδης erkl.

Greek (Liddell-Scott)

καιετάεις: καιέτας, καιετός, ἴδε ἐν λ. καιάδας.

French (Bailly abrégé)

άεσσα, άεν;
aux vallées profondes.
Étymologie: cf. καιάδας.

Greek Monolingual

καιετάεις, -εσσα, -εν (Α) καιετός
ο γεμάτος χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», Ομ. Οδ.).

Russian (Dvoretsky)

καιετάεις: εσσα, εν Hom. v. l. = κητώεις.