καλαμαίος
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek Monolingual
καλαμαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι του σιταριού
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία
είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον
μικρό τζιτζίκι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καλαμαῑα
εορτή της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + -αῖος (πρβλ. δαφν-αίος, λογχ-αίος)].