ίσανδρος

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

ἴσανδρος, -ον (Α)
ίσος ή όμοιος με άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. αύτ-ανδρος, πολύ-ανδρος].