ίσανδρος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἴσανδρος, -ον (Α)
ίσος ή όμοιος με άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἰσ(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. αύτ-ανδρος, πολύ-ανδρος].