καλλίπεπλος

Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with beautiful robe, beautifully clad, of women, Pi.P.3.25, E.Tr. 338(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönem Schleier, Gewande; Κορωνίς Pind. P. 3, 25; Φρυγῶν κόραι Eur. Tr. 338.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπεπλος: ὁ, ἡ, ὁ φορῶν καλοὺς πέπλους, φορῶν καλὰ ἐνδύματα, ἐπὶ γυναικῶν, Πινδ. Π. 3. 43, Εὐρ. Τρῳ. 339.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau voile, au beau vêtement.
Étymologie: καλός, πέπλος.

English (Slater)

καλλῐπεπλος, -ον
 nbsp;  1 with lovely robe καλλιπέπλου Κορωνίδος (P. 3.25)

Greek Monolingual

ο, η (AM καλλίπεπλος, ὁ, ἡ)
αυτή που φορά ωραία πέπλα
αρχ.
αυτή που φορά ωραία ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαό-πεπλος, μακρό-πεπλος].

Greek Monotonic

καλλίπεπλος: ὁ, ἡ, αυτός που φοράει καλά ρούχα, όμορφα ενδύματα, σε Πίνδ., Ευρ.