ἐμφορτίζομαι

Revision as of 15:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Med., = sq., metaph.,

   A πολὺν τῇ γαστρὶ κόρον Onos. 12.2.    II Pass., to be laden, ἱκανῶς ἐμπεφορτισμένος Timae.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.98.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφορτίζομαι: παθ., φορτώνομαι, Θ. Πρόδρ. παρ’ Elberling 6. σ. 253· ἴδε ἐκφορτίζομαι.

Spanish (DGE)

1 traficar con mercancías en v. pas., fig. de pers. ser objeto de mercadeo ἐξημπόλημαι κἀμπεφόρτισμαι S.Ant.1036.
2 cargar ναῦν Aesop.223, en v. pas. ἱκανῶς ἐμπεφορτισμένος Timaeus en Cat.Cod.Astr.1.98.1
c. ac. de la carga ὥστε μὴ πολὺν ἐμφορτίσασθαι τῇ γαστρὶ κόρον Onas.12.2, en v. pas. (ὄνος) σπόγγους ἐμπεφορτισμένος Aesop.191, part. subst. τινῶν τῶν ... ἐμπεφορτισμένων τῇ νηί de algunos de los fardos cargados en la nave Ps.Nonn.Comm.in Or.4.29
fig. εἰς ἑαυτὸν τὴν κτίσιν ὁ πλάνος ἐμφορτισάμενος cargando para sí la creación el engañador, e.e. el diablo Sud.s.u. Ἀδάμ (p. 44.39).

Greek Monolingual

ἐμφορτίζομαι (AM)
1. δέχομαι, παίρνω ως φορτίο, αναδέχομαι, φορτώνομαι
2. υπερπληρώνομαι, υπερφορτώνομαι.