καπνοφράκτης

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156

Greek Monolingual


διάφραγμα κατάλληλο για τη ρύθμιση της εξαγωγής τών καυσαερίων από την καπνοδόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. registre de tirage. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].