κατάρυτος
Greek (Liddell-Scott)
κατάρῠτος: ον = κατάρρυτος, Εὐρ. ἐν Τρῳ 1067.
Greek Monolingual
κατάρυτος, -ον (Α)
βλ. κατάρρυτος.
Greek Monotonic
κατάρῠτος: -ον, ποιητ. αντί κατάρρυτος, σε Ευρ.
κατάρῠτος: ον = κατάρρυτος, Εὐρ. ἐν Τρῳ 1067.
κατάρυτος, -ον (Α)
βλ. κατάρρυτος.
κατάρῠτος: -ον, ποιητ. αντί κατάρρυτος, σε Ευρ.