κατάρυτος

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρυτος Medium diacritics: κατάρυτος Low diacritics: κατάρυτος Capitals: ΚΑΤΑΡΥΤΟΣ
Transliteration A: katárytos Transliteration B: katarytos Transliteration C: katarytos Beta Code: kata/rutos

English (LSJ)

ον, = κατάρρυτος.

Russian (Dvoretsky)

κατάρῠτος: Eur. = κατάρρυτος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρῠτος: ον = κατάρρυτος, Εὐρ. ἐν Τρῳ 1067.

Greek Monolingual

κατάρυτος, -ον (Α)
βλ. κατάρρυτος.

Greek Monotonic

κατάρῠτος: -ον, ποιητ. αντί κατάρρυτος, σε Ευρ.

Middle Liddell

κατάρῠτος, ον poet. for κατάρρυτος, Eur.]