εὐημέρημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A a success, usu. in the military sense, Plb.3.72.2, OGI299.7 (Pergam., pl.), Cic. Att.5.21.2, D.S.13.13, Ph.2.120: pl., successes, Inscr.Prien.109.90 (ii B.C.), 111.130 (i B.C.): generally, strokes of good fortune, Epicur. Fr.488; σωματικὰ εὐ. bodily excellencies, Vett.Val.161.16.
German (Pape)
[Seite 1067] τό, das gute Gelingen, Sieg, τὸ περὶ τοὺς ἱππεῖς Pol. 3, 72, 2; vgl. Cic. Attic. 5, 21; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐημέρημα: τό, εὐτύχημα, ἐπιτυχία, Πολύβ. 3. 72, 2, Κικ. πρὸς Ἀττ. 5. 21.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
heureuse journée, succès.
Étymologie: εὐημερέω.
Greek Monolingual
εὐημέρημα, τὸ (Α) ευημερώ
1. επιτυχία (συνήθως στρατιωτική) («ἐπαιρόμενος... τῷ... περὶ τοὺς ἱππεῑς εὐημερήματι», Πολ.)
2. (για το σώμα) υπεροχή, πλεονέκτημα.
Russian (Dvoretsky)
εὐημέρημα: ατος τό удача, успех Polyb.