εὐημέρημα

Revision as of 21:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a success, usu. in the military sense, Plb.3.72.2, OGI299.7 (Pergam., pl.), Cic. Att.5.21.2, D.S.13.13, Ph.2.120: pl., successes, Inscr.Prien.109.90 (ii B.C.), 111.130 (i B.C.): generally, strokes of good fortune, Epicur. Fr.488; σωματικὰ εὐ. bodily excellencies, Vett.Val.161.16.

German (Pape)

[Seite 1067] τό, das gute Gelingen, Sieg, τὸ περὶ τοὺς ἱππεῖς Pol. 3, 72, 2; vgl. Cic. Attic. 5, 21; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐημέρημα: τό, εὐτύχημα, ἐπιτυχία, Πολύβ. 3. 72, 2, Κικ. πρὸς Ἀττ. 5. 21.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
heureuse journée, succès.
Étymologie: εὐημερέω.

Greek Monolingual

εὐημέρημα, τὸ (Α) ευημερώ
1. επιτυχία (συνήθως στρατιωτική) («ἐπαιρόμενος... τῷ... περὶ τοὺς ἱππεῑς εὐημερήματι», Πολ.)
2. (για το σώμα) υπεροχή, πλεονέκτημα.

Russian (Dvoretsky)

εὐημέρημα: ατος τό удача, успех Polyb.