υπεροχή
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
Greek Monolingual
η / ὑπεροχή, ΝΜΑ ὑπερέχω
το να είναι κανείς ή κάτι ανώτερο ως προς την ποιότητα, την ποσότητα, το μέγεθος ή την αξία σε σχέση με κάποιον ή με κάτι άλλο, ανωτερότητα
νεοελλ.
1. μαθημ. ο αριθμός που προκύπτει από την πράξη της αφαίρεσης, το υπόλοιπο
2. (νομ.) το υπόλοιπο που προκύπτει από αντικείμενο που είχε ενεχυριαστεί
3. βιολ. η ιδιότητα ορισμένων αλληλομόρφων κάθε δεδομένου γονιδίου να καθορίζουν τον φαινότυπο ενός οργανισμού, όταν υπάρχουν στον γενότυπό του, αλλ. επικράτηση ή κυριαρχία
4. φρ. «υπεροχή πυρός»
στρ. πυρ μεγαλύτερης ευστοχίας και όγκου από το πυρ του εχθρού, που παρέχει στα φίλια στρατεύματα τη δυνατότητα να προελάσουν χωρίς άσκοπες μεγάλες απώλειες
μσν.
(στο Βυζ.) τίτλος αξιωματούχων
μσν.-αρχ.
προεξοχή
αρχ.
1. (για βουνά) κορυφή («βουνῶν ὑπεροχαί», Πολ.)
2. ύψωμα («οὔσης τινὸς ὑπεροχῆς μεταξὺ τῆς στρατοπεδείας», Πολ.)
3. υπερβολή («κατὰ πλούτων ὑπεροχάς», Πλάτ.)
4. ανώτερη θέση, αξίωμα
5. μακρηγορία, μακρολογία
6. (για αστέρα) ανατολή
7. χρηματικό πλεόνασμα
8. το άνω άκρο κατακόρυφης δοκού.