κεραύνοπλος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Spanish
Greek Monolingual
κεραύνοπλος, -ον (Α)
οπλισμένος με κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ-αυχέν-οπλος, πάν-οπλος].