κεραύνοπλος
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
Spanish
Greek Monolingual
κεραύνοπλος, -ον (Α)
οπλισμένος με κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ-αυχέν-οπλος, πάν-οπλος].
Léxico de magia
-ον armado con el rayo de Cérbero ἐνεύχομαί σοι τήνδε νύκτα κυρίαν, ... ἐν ᾗ προλυσσᾷ Κέρβερος κ. te invoco en esta poderosa noche, en la que ruge con rabia Cérbero armado con el rayo P IV 2262