κατυβρίζω

Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ion. for καθ-.

Greek (Liddell-Scott)

κατυβρίζω: κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-.

Greek Monolingual

κατυβρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. καθυβρίζω.

Greek Monotonic

κατυβρίζω: κατ-ύπερθε, κατ-υπέρτερος, κατ-υπνόω, Ιων. αντί καθ-.