ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
κραμβοκέφαλος, -ον (Α)αυτός που το κεφάλι του μοιάζει με κράμβη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κριο-κέφαλος, ριζο-κέφαλος.