κραμβοκέφαλος
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
Greek Monolingual
κραμβοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που το κεφάλι του μοιάζει με κράμβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κριοκέφαλος, ριζοκέφαλος.