κοντούτσικος

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

-η, -ο
κάπως κοντός, λίγο κοντός, κοντούλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρ-ούτσικος, στεν-ούτσικος)].