κοψονούρης

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοψονούρα (Μ κοψόουρος)
αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης, κολοβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + ευφωνικό -ν- + -ούρης (< ουρά) ή + -νούρης < νουρά που προέκυψε από την αιτ. εν. την ουρά > νουρά (πρβλ. κουτσό-ν-ούρης)].