καρύδωσις
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
-εως, ἡ, castration, Hippiatr. 99.
Greek Monolingual
καρύδωσις, ή καρυδώνω
(Μ)
ο ευνουχισμός ίππου.