κρουναῖος

From LSJ
Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

German (Pape)

[Seite 1514] aus einer Quelle, ὕδωρ, Spring-, Quellwasser, Arist. meteorl. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κρουναῖος: -α, -ον, (κρουνὸς) ἐκ κρήνης, κρ. ὕδωρ, ὕδωρ ἐκ κρήνης, πηγαῖον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. Μετεωρ.· (κρηναῖος ἀπαντᾷ ἐν 2. 1, 6.)

Greek Monolingual

κρουναῑος, -αία, -ον (Α) κρουνός
αυτός που προέρχεται από κρήνη, ο πηγαίος («κρουναῑον ὕδωρ», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κρουναῖος: Arst. v. l. = κρηναῖος.