κρυψώνας

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source

Greek Monolingual

και κρυψιώνας, ο, και κρυψώνα και κρυψιώνα, η
τόπος όπου κρύβεται ή μπορεί να κρυφτεί κάποιος, κρύπτη, κρησφύγετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. κρύψ-ις, -κρυψ-α, αόρ. του κρύβω) + κατάλ. -ώνας (πρβλ. αμπελ-ώνας, στρατ-ώνας). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό].