κτισματουργός
Greek Monolingual
κτισματουργός, ὁ (Μ)
ο δημιουργός τών κτισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ-ουργός, θαυματ-ουργός].
κτισματουργός, ὁ (Μ)
ο δημιουργός τών κτισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ-ουργός, θαυματ-ουργός].