κτισματουργός

Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κτισματουργός, ὁ (Μ)
ο δημιουργός τών κτισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ-ουργός, θαυματ-ουργός].