λούμεν

Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
μετρολ. μονάδα φωτεινής ροής στο διεθνές σύστημα μονάδων SI, η οποία χρησιμοποιείται σε υπολογισμούς τεχνητού φωτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lumen (< λατ. lumen «φως»)].