τροχοπέδη
From LSJ
ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
Full diacritics: τροχοπέδη | Medium diacritics: τροχοπέδη | Low diacritics: τροχοπέδη | Capitals: ΤΡΟΧΟΠΕΔΗ |
Transliteration A: trochopédē | Transliteration B: trochopedē | Transliteration C: trochopedi | Beta Code: troxope/dh |
ἡ,
A the drag or brake of a wheel, Herodes Atticus ap.Ath.3.99c.
τροχοπέδη: ἡ, δεσμὸς τροχοῦ, ὁ μηχανισμὸς δι’ οὗ ἡ κίνησις τοῦ τροχοῦ ἐμποδίζεται ἢ ἐπέχεται, Λατιν. sufflamen, Ἡρῴδης παρ’ Ἀθην. 99C· λέγεται καὶ ἐποχεύς.