μάτρυλλα

From LSJ
Revision as of 14:37, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source

Greek Monolingual

μάτρυλλα, ἡ (Α)
η μαστροπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάτρυλλα είναι υποκορ. με μειωτική σημ. < μήτηρ + κατάλ. -υλλα (πρβλ. δαπάν-υλλα, χόνδρ-υλλα)].