εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
μάτρυλλα, ἡ (Α)η μαστροπός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάτρυλλα είναι υποκορ. με μειωτική σημ. < μήτηρ + κατάλ. -υλλα (πρβλ. δαπάνυλλα, χόνδρυλλα)].