μοργή

From LSJ
Revision as of 18:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, μοργίον, s. L, für μορτή, μορτίον.

Greek (Liddell-Scott)

μοργή: ἡ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ μορτή, Πολυδ. Ζ΄, 151.

Greek Monolingual

μοργή (Α)
μορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ γρφ. του μορτή.