μηροκαυτώ
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
μηροκαυτῶ, -έω (Α)
καίω μηρούς κατά τη διάρκεια θυσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -καυτῶ (< καυτός < καίω), πρβλ. ηλιο-καυτώ, ιερο-καυτώ].