μηροκαυτώ

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

μηροκαυτῶ, -έω (Α)
καίω μηρούς κατά τη διάρκεια θυσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -καυτῶ (< καυτός < καίω), πρβλ. ηλιο-καυτώ, ιερο-καυτώ].