ακόνιστος

From LSJ
Revision as of 23:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ακονιστεί, ο ατρόχιστος
2. εκείνος που δεν μπορεί να ακονιστεί
3. μτφ. αυτός που δεν έχει ασκηθεί, ο απαίδευτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακονιστός < ακονίζω
το αρκτικό α- πήρε στερητική σημασία από τον αναβιβασμό του τόνου].