ακρογιαλίτης
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
-ισσα, -ικο
αυτός που κατοικεί στα παράλια ή προέρχεται από την παραλία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρογιαλιά.
ΠΑΡ. ακρογιαλίτικος].