τυφλάγκιστρον
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
τό,
A blunt hook, Heliod. ap. Orib.45.6.6, 45.18.8, Paul.Aeg.6.5.
Greek (Liddell-Scott)
τυφλάγκιστρον: τό, ἀμβλὺ ἄγκιστρον, Ὀρειβάσ. 4, σελ. 53 (Daremb.).