αλεποτινάζω

From LSJ
Revision as of 23:33, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

Ι. ενεργ.
1. αρπάζω κάποιον με ορμή και τον χτυπώ βίαια καταγής
2. απωθώ με βία
ΙΙ μέσ. κινούμαι με απειλητικές διαθέσεις
ΙΙΙ. (αλληλοπαθές) φιλονικώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + τινάζω].