καταγής

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source

Greek Monolingual

επίρρ. στο έδαφος, πάνω στο χώμα, κατάχαμα («κοιμάται καταγής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γῆς].