γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
τοτο αλισφακάκι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλισφακιά + παραγ. κατάλ. -ίδι.ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακίδα, αλισφακιδιά].