τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
ἄλυσσος, -ον (Α)αυτός που θεραπεύει τη λύσσα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + λύσσα.