ἀμύξ
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (ἀμύσσω)
A scratching, tearing, ἀ. ἐμφῦσα Nic.Th. 131. 2 = μόλις, Euph.146.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύξ: ἐπίρρ. (ἀμύσσω) «τσουγγρανιστά», διάφ. γραφὴ ἀντὶ ὀδὰξ ἐν Νικ. Θ. 131. - «ἀμύξ, ἀμυχί» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
adv.
1 a desgarrones θολερῷ κυνόδοντι ... ἀ. ἐμφῦσα Nic.Th.131, cf. Hsch., Et.Gen.693
•pero a arañazos, EM 1147.
2 ligeramente, apenas Euph.157.
Greek Monolingual
ἀμὺξ επίρρ. (Α) ἀμύσσω
1. με νυχιές, με γρατσουνιές, γρατσουνιστά
2. μόλις.