ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
και ανάλουστος, -η, -ο1. αυτός που δεν λούστηκε στο κεφάλι2. που δεν πλύθηκε στο πρόσωπο ή και σε όλο το σώμα, άνιφτος, άπλυτος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λούζω (-ομαι). Ο τ. ανάλουστος < ανα- στερητ. + λούζω (-ομαι)].