ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
ἀμφιμυκῶμαι (-άομαι) (Α)1. (για βόδια) τριγυρνώ μουγκρίζοντας2. (για πράγματα) αντηχώ, αχολογώ.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μυκῶμαι].