ἀνειλίσσω
English (LSJ)
A v. ἀνελίσσω.
German (Pape)
[Seite 220] = ἀνελίσσω, Nic. Al. 608; steht jetzt auch Plat. Phileb. 15 e; ἐσχαρίτας ἀνειλίττοντα Antid. com. Ath. III, 109 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνειλίσσω: ποιητ. ἀντὶ ἀνελίσσω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -ττω v. ἀνελίσσω.
Greek Monolingual
ἀνειλίσσω (Α)
ανελίσσω, ξετυλίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ειλίσσω, ιων. τ. του ελίσσω «στρέφω»].
Greek Monotonic
ἀνειλίσσω: ποιητ. αντί ἀν-ελίσσω.