ξετυλίγω

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

και ξετυλίζω και ξετυλίσσω
1. ξεκουθαριάζω νήμα, εκτυλίσσω
2. ξεδιπλώνω κάτι τυλιγμένο ή συσκευασμένο σε πακέτο, αφαιρώ το περιτύλιγμα («ξετύλιξε το κουτί να δούμε τι έχει μέσα»)
3. μέσ. ξετυλίγομαι
μτφ. (για οδό, τοπίο, θέαμα ή για αλληλοεξαρτώμενα γεγονότα) εξελίσσομαι, εκτείνομαι διαδοχικά (α. «τα γεγονότα ξετυλίγονται ραγδαία» β. «ξετυλίγεται μπροστά σου όλη η πεδιάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-τυλίσσω (αόρ. ἐξ-ετύλιξα), βλ. λ. ξ(ε)-].