ἀντίψυχος

Revision as of 16:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A given for life, Luc.Lex.10.    2 ἀ. ἀποθανεῖν giving one's own life for another's, D.C.59.8.    3 name for οἱ Μέμνονος ὄρνιθες, Hsch.

German (Pape)

[Seite 264] (ψυχή), statt des Lebens, für das Leben gegeben, Luc. Lexiph. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ὁ ἀντὶ τῆς ψυχῆς, δηλ. τῆς ζωῆς, διδόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀντ. εἶναί τινος Ἰγνάτ. Ἐφεσ. 21, Σμυρν. 10 κ. ἀλλ. 2) ἀντίψυχοί οἱ ἀποθανεῖν ἐθελήσαντες, θελήσαντες ν’ ἀποθάνωσιν ἀντ’ αὐτοῦ, Δίων Κ. 59. 8.

Spanish (DGE)

-ον
1 de rescate χρήματα ἀντίψυχα Luc.Lex.10
subst. τὸ ἀ. rescate ἀντίψυχον αὐτῶν λαβὲ τὴν ἐμὴν ψυχήν LXX 4Ma.6.29, cf. Ign.Eph.21.1, τὰ ἀντίψυχα rescate Hsch.s.u. περίψημα.
2 que da la vida por otro D.C.59.8.3.
3 ἀντίψυχοι n. de los pájaros memnones, animal fabuloso, Hsch., v. s.u. Μέμνων.

Greek Monolingual

ἀντίψυχος, -ον (Α)
αυτός που δίνεται ως αντάλλαγμα της ζωής.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίψῡχος: даваемый для спасения жизни (χρήματα ἀντίψυχα Luc.).