Μέμνων

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέμνων Medium diacritics: μέμνων Low diacritics: μέμνων Capitals: ΜΕΜΝΩΝ
Transliteration A: mémnōn Transliteration B: memnōn Transliteration C: memnon Beta Code: me/mnwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, (μένω)
A the Steadfast or Resolute (but cf. θρασυμέμνων), as pr. n., Memnon, Od.11.522, Hes.Th.984.
2 his statue at Thebes which was said to sound musically when struck by the light of the rising sun, Str.17.1.46, Epigr.Gr.988 (Balbilla), Luc. Tox.27:—hence Μεμνόνειος or Μεμνόνιος, α, ον, of Memnon, Str.17.1.42; Μεμνόνειον, τό, the temple of Memnon, in Egypt, Id.17.1.46; or at Susa, Id.15.3.2; τὰ βασιλήϊα τὰ Μεμνόνια Hdt.5.53; Μεμνόνιον ἄστυ, i.e. Susa, ib.54.
II a black bird, named after Memnon, Ael.NA 5.1, Q.S.2.647, Dionys.Av.1.8, cf. μεμνονίδες.
III μέμνων, a name for the ass at Athens, from its patient nature, Hsch.:—hence μεμνόνεια (sc. κρέα), τά, ass's flesh, Id.; also, the market where ass's flesh was sold, Poll.9.48.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
Memnôn, h.
Étymologie: pê p. *μένμων, de la R. Μεν, penser ; cf. Ἀγαμέμνων.

Russian (Dvoretsky)

Μέμνων: ονος ὁ Мемнон
1 сын Тифона и Эос, царь «восточной Эфиопии» (т. е. Ассирии), союзник Приама, павший от руки Ахилла Hom., Hes., Her. etc.;
2 один из древнейших царей Египта; ему была воздвигнута колоссальная статуя близ Фив Стовратных; обычно отожд. с Мемноном 1 Diod.;
3 родосец, союзник персов, участник сражения при Гранике Diod.

Greek (Liddell-Scott)

Μέμνων: -ονος, ὁ, (μένω) κυρίως ὁ σταθερὸς ἢ ἀποφασιστικὸς (πρβλ. Ἀγαμέμνων), ὡς κύρ. ὄνομ., Μέμνων, ὁ υἱὸς τῆς Ἠοῦς καὶ τοῦ Τιθωνοῦ, ἡγεμὼν τῶν Αἰθιόπων ἐλθὼν εἰς βοήθειαν τῶν Τρώων καὶ φονεύσας ἐν μάχῃ τινὶ τὸν Ἀντίλοχον, Ὀδ. Δ. 188., Λ. 522, Ἡσ. Θ. 984· αὐτὸς δὲ ἐφονεύθη ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως, Δίκτ. Κρὴς 4, 6, κλ.· τὸ ἐν Θήβαις τῆς Αἰγύπτου ἄγαλμα αὐτοῦ ἐλέγετο ὅτι ἤχει μελῳδικῶς ὅτε προσέπιπτον εἰς αὐτὸ αἱ ἀκτῖνες τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου, Λουκ. Τόξαρ. 27, πρβλ. Στράβ. 816· - ἐντεῦθεν Μεμνόνειος, α, ον, ὁ τοῦ Μέμνονος, εἰς τὸν Μέμνονα ἀνήκων, ὁ αὐτ. 813· Μεμνόνειον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Μέμνονος ἐν Αἰγύπτῳ, ὁ αὐτ. 816· ἢ ἐν Σούσοις, 728· τὰ βασιλήια τὰ Μεμνόνεια (ἢ Μεμνόνια) Ἡρόδ. 5. 53· ἄστυ Μεμνόνιον, δηλ. τὰ Σοῦσα ὁ αὐτ. 54. II. μέλαν τι πτηνὸν τῆς Ἀνατολῆς ὀνομασθὲν ἐκ τοῦ Μέμνονος, Αἰλ. π. Ζ. 5. 1, Κόϊντ. Σμ. 2. 646, Ὀππ. Ἰξευτικ. 1. 6· τὰ πνηνὰ ταῦτα ἐκαλοῦντο μεμνονίδες ὑπὸ Παυσ. 10. 31, 6, Πλίν. III. μέμνων, ὄνομα τοῦ ὄνου ἐν Ἀθήναις, διὰ τὴν ὑπομονητικὴν αὐτοῦ φύσιν, Πολυδ. Θ΄, 48· - ἐντεῦθεν μεμνόνεια (ἐνν. κρέα), τά, ὄνεια κρέατα, Ἡσύχ.· καὶ ἡ ἀγορὰ ἐν ᾗ ἐπωλοῦντο, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

English (Autenrieth)

Memnon, son of Eos and Tithōnus, came to the aid of Priam after the death of Hector, and slew Antilochus, Od. 11.522, cf. Od. 4.188.

English (Slater)

Μέμνων son of Tithonos and Eos, king of the Ethiopians, killed by Achilles at Troy. ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (sc. Ἀντίλοχος, killed by Memnon while defending his father) (P. 6.32) ἐν φρασὶ πάξαιθ (sc. Ἀχιλλεὺς) ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω πάλιν οἴκαδ' ἀνεψιὸς ζαμενὴς Ἑλένοιο Μέμνων μόλοι since Tithonos and Priam were brothers (N. 3.63) καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' Αἰακιδᾶν) (N. 6.50) τίνες Ἕκτορα πέφνον, καὶ στράταρχον Αἰθιόπων ἄφοβον Μέμνονα χαλκοάραν; (I. 5.41)
1 Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορὶ Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας (I. 8.54)

Greek Monotonic

Μέμνων: -ονος, ὁ (μένω), Σταθερός, Αμετακίνητος ή Αποφασιστικός (πρβλ. Ἀγαμέμνων), Μέμνων, γιος της Ηούς και του Τιθωνού, που δολοφονήθηκε από τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· απ' όπου, Μεμνόνειος, , -ον, λέγεται για τον Μέμνονα· Μεμνόνειον, τό, ναός του Μέμνονα στην Αίγυπτο, σε Λουκ.· τὰβασιλήϊα τὰ ΜεμνόνειαΜεμνόνια), σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Μέμνων, ονος, ὁ, μένω
the steadfast or resolute (cf. Ἀγαμέμνων), Memnon, son of Eos and Tithonus, killed by Achilles, Od., Hes.