αποτρίχωση
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
Greek Monolingual
η
η αφαίρεση των τριχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποτριχώνω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. epilation].
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
η
η αφαίρεση των τριχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποτριχώνω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. epilation].