Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
ἀσκοφόρος, -ον (Α)αυτός που κρατά ασκί με κρασί σε γιορτή του Βάκχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + -φόρος < φέρω].